- εκροίζησις
- ἐκροίζησις, η (Μ)ορμή, φορά προς τα έξω, εξόρμηση, διάχυση («ἐκροίζησις φωτός», Δαμάσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκροίζησιν — ἐκροίζησις rushing forth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)